- ακοστάρω
- αμετ. обл1) причаливать; 2) приставать (к женщине)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακοστάρω — (για πλοία και βάρκες) πλευρίζω στην παραλία, την αποβάθρα ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accostare «πλησιάζω, προσεγγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακοστάρισμα, ακοστάριστος] … Dictionary of Greek
ακοστάρισμα — το (ακοστάρω) Ναυτ. πλεύρισμα ή πλησίασμα πλοίου στην αποβάθρα, την προκυμαία, τήν ακτή κ.λπ … Dictionary of Greek
ακοστάριστος — η, ο [ακοστάρω] 1. (για πλοία) απλεύριστος … Dictionary of Greek
κοστάρω — (Μ κοστάρω) ακοστάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accostare «πλησιάζω, προσεγγίζω»] … Dictionary of Greek